ἐπικαλούμενοι

ἐπικαλούμενοι
ἐπικαλέω
summon
pres part mp masc nom/voc pl (attic epic doric)
ἐπικαλέω
summon
fut part mid masc nom/voc pl (attic epic doric)
ἐπικαλέω
summon
pres part mp masc nom/voc pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • DOMINE Miserere — vet. formula precandi in Ecclesia, Κύριε ἐλέησον Graecis, nec gentilibus plane fuit ignota. Si enim non ante, saltem iam Hadriani Caesaris temporibus qui a nato CHRISTO 120. Annis claruit, similiter Deo supplicasse legimus sapientiores. Tangit… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • KYRIELES — apud Auctorem Miraculorum S. Berlendis Virg. c. 2. n. 11. Omnibus Clericis Hymnum concinentibus Laicis vero Kyrieles celebrantibus: nomen est in Eccl. Rom. litaniarum publicarum, in quibus Κύριε ἑλέησον decantatur; quod cum per Orientem atque… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… …   Dictionary of Greek

  • μυίαγρος — μυίαγρος, ὁ (Α) 1. αυτός που πιάνει μύγες 2. ως κύριο όν. Μυίαγρος ήρωας τής Αρκαδίας στον οποίο θυσίαζαν για την εξόντωση τών μυγών («ἐν ταύτῃ τῄ πανηγύρει Μυιάγρῳ προθύουσιν, ἐπευχόμενοί τε κατὰ τῶν ἱερείων τῷ ἥρωϊ καὶ ἐπικαλούμενοι τὸν… …   Dictionary of Greek

  • πάομαι — Α (ποιητ. ρ. αμάρτυρο στον ενεστ.) 1. λαμβάνω, αποκτώ («πασάμενος ἐπίτασσε», Θεόκρ.) 2. (συν. στον παρακμ.) πέπαμαι έχω κάτι ως κτήμα μου, κατέχω, κέκτημαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αμάρτυρο ενεστ. τ., τού οποίου απαντούν ο μέλλ.… …   Dictionary of Greek

  • όθομαι — ὄθομαι (Α) μεριμνώ για κάτι ή για κάποιον, προσέχω, φροντίζω ή υπολογίζω κάποιον («σέθεν οὐκ ἀλεγίζω οὐδ ὄθομαι κοτέοντος» δεν σέ υπολογίζω ούτε ενδιαφέρομαι για την οργή σου, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πολλοί, επικαλούμενοι την ερμηνεία …   Dictionary of Greek

  • «ГОСПОДИ, ПОМИЛУЙ» — [греч. Κύριε ἐλέησον; слав. ], одна из наиболее распространенных молитвенных аккламаций в богослужении христ. Церкви. История Сходные с «Г., п.» моления встречаются в языческих памятниках известна, напр., надпись с обращением к богине Немесии:… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”